- Βενεδικτίνος
- ο (θηλ. Βενεδικτίνη, η)μοναχός ή μοναχή του Τάγματος του Αγίου Βενεδίκτου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλαιογραφία — Επιστήμη η οποία με βάση τα παλιά χειρόγραφα μελετά την εξέλιξη της γραφής. Η π. εμφανίστηκε τον 17o αι. ως κλάδος της διπλωματικής και είχε ως σκοπό την ταξινόμηση των ποικίλλων τύπων γραφής χρονολογικά και μορφολογικά, ώστε να είναι ευχερής ο… … Dictionary of Greek
Γκιγιόμ ντε Σεν Τιερί — (Guillaume de Saint Thierry, 1085 – 1148). Γάλλος Βενεδικτίνος μοναχός και θεολόγος, φλαμανδικής καταγωγής. Διετέλεσε εφημέριος του Σεν Τιερί, που βρισκόταν στην περιοχή της Ρενς. Συνδέθηκε με τον άγιο Βερνάρδο του Κλερβό και, υπό την επίδρασή… … Dictionary of Greek
κωφάλαλοι — Άτομα με ειδικές ανάγκες, πάσχοντα από εκ γενετής ή επίκτητη απουσία της ικανότητας της ακοής και της ομιλίας (βλ. λ. κωφαλαλία). Ιστορία. Στην ελληνική και στη ρωμαϊκή αρχαιότητα, οι κ. ζούσαν στο περιθώριο της ζωής και της κοινωνίας. Κατά τη… … Dictionary of Greek
Ουμβέρτος — I (Umberto). Βενεδικτίνος μοναχός, έμπιστος του πάπα Λέοντα Θ’. Εξελέγη αρχιεπίσκοπος Σικελίας το 1050 και τον επόμενο χρόνο καρδινάλιος και επίσκοπος της Σίλβα Κάνπτα. Το 1053 ήταν κοντά στον επίσκοπο της Τράνης Ιωάννη, όταν έμαθε για την… … Dictionary of Greek
Πρεβό ντ’ Εξίλ, Αντουάν Φρανσουά — (Prevost d’ Exiles ο αβάς Π., Εντέν, Καλαί 1697 – Κουρτέιγ, Ουάζ 1763). Γάλλος συγγραφέας. Σπούδασε κοντά στους ιησουίτες, αλλά αργότερα έγινε βενεδικτίνος· η εκκλησιαστική του όμως σταδιοδρομία διεκόπη από περιόδους υπηρεσίας στον στρατό: έζησε… … Dictionary of Greek
Φεροτέν, Μάριος — (Ferowtin, Σατονέφ σιρ Poν 1855 – Φαρνμπορόου 1914). Γάλλος βενεδικτίνος ιστορικός. Σπούδασε μεσαιωνική ιστορία της Ισπανίας και βρήκε σπάνια κείμενα για τη θρησκευτική ζωή και ιδιαίτερα για τις χριστιανικές λειτουργίες της ισπανικής εκκλησίας… … Dictionary of Greek